ἰσόγεως

ἰσογλώχιν

ἰσογονία
ἰσο·γλώχιν, ινος (ὁ, ἡ) [Ῡσῑν] à pointes égales, Nonn. D. 6, 23.
Étym. ἴ. γλωχίς.