ἰσοκέλευθος

ἰσοκέφαλος

ἰσοκίνδυνος
ἰσο·κέφαλος, ος, ον [Ῡᾰ] qui a une tête semblable, Ibyc. fr. 16, 3.
Étym. ἴ. κεφαλή.