ἰσοκόρυφος

ἰσοκραής

ἰσόκραιρος
ἰσο·κραής, ής, ές [] également mélangé ou tempéré, Hpc. 474, 4 conj. (vulg. ἰσοκρατεῖ).
Étym. ἴ. κεράννυμι.