ἰσομάτωρ

ἰσόμαχος

ἰσομεγέθης
ἰσό·μαχος, ος, ον [Ῡᾰ] égal dans combat, DH. 3, 52 ; DS. 17, 83, etc.
Étym. ἴ. μάχομαι.