ἰσολύμπιος

ἰσόμαλος

Ἰσόμαντος
ἰσ·όμαλος, ος, ον [Ῡᾰ] tout à fait semblable, Xén. Ages. 2, 9 (ἰσόμαχος vulg.).
Étym. ἴ. ὁμαλός.