Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἰσομετρία
ἰσόμετρος
ἰσομέτωπος
ἰσό·μετρος,
ος, ον
[
Ῡ
]
c.
ἰσομέτρητος,
Ephipp.
(
Ath.
509
e
);
Aét.
p. 139, 26
.
Étym.
ἴ. μέτρον
.