ἰσόπαλος

ἰσοπαχής

ἰσόπεδος
ἰσο·παχής, ής, ές [Ῡᾰ] égal en épaisseur, Arstt. H.A. 4, 2 ; Th. H.P. 3, 5, 6.
Étym. ἴ. πάχος.