ἰσόπεδος

ἰσοπερίμετρος

ἰσόπηχυς
ἰσο·περίμετρος, ος, ον [Ῡσ] d’un périmètre égal, Syn. Calv. 8, 1181 b Migne.
Étym. ἴ. περίμετρος.