ἰσορρεπής

ἰσορροπέω-ῶ

ἰσορροπή
ἰσορροπέω-ῶ [] être en équilibre, Plat. Leg. 733d, 794e; Pol. 1, 11, 1, etc.
Étym. ἰσόρροπος.