ἰσοσθενέω-ῶ

ἰσοσθενής

ἰσοσθενία
ἰσο·σθενής, ής, ές [] égal en force, Gal. 4, 467 ; Sext. 8, 21 Bkk. ; τινος, Opp. H. 2, 466, à qqe ch.
Étym. ἴ. σθένος.