ἰσοταχέω-ῶ

ἰσοταχής

ἰσοταχῶς
ἰσο·ταχής, ής, ές [Ῡᾰ] également rapide, Arstt. Phys. 4, 8, 15 ; Pol. 10, 44, 9, etc.
Étym. ἴ. τάχος.