ἴσθμιον

ἰσθμιονίκης

Ἰσθμιόνικος
ἰσθμιο·νίκης, ου () [νῑ] qui chante les vainqueurs des jeux isthmiques, DL. 7, 2.
Étym. ἴσθμια, νικάω.