ἰσεννύω

ἰσηγορέω-ῶ

ἰσηγορία
ἰσηγορέω-ῶ et ἰσηγορέομαι-οῦμαι [] parler avec une égale liberté, Spt. Sir. 13, 11.
Étym. *ἰσήγορος, de ἴ. ἀγορεύω.