ἰσήλικος

ἰσῆλιξ

ἰσημερία
ἰσ·ῆλιξ, ικος (ὁ, ἡ) [Ῡῐκ] de même âge, Xén. Conv. 8, 1 ; Phil. 1, 6.
Étym. ἴ. ἧλιξ.