ἰθυϐόλος

ἰθυδίκης

ἰθύδικος
ἰθυ·δίκης, ου [ῑῠῐ] adj. m. qui juge droitement, équitablement, Hés. O. 228 ; p. opp. à δωροφάγος, O. 219 ; A. Pl. 4, 35.
Étym. ἰ. δίκη.