ἰθύτριχες

ἰθυφαλλικός

ἰθύφαλλος
ἰθυφαλλικός, ή, όν [ῑῠ] relatif aux chants ou danses ithyphalliques, Héph. p. 35, 7 ; DH. Comp. 4.
Étym. v. le suiv.