ἰθυπορέω-ῶ

ἰθυπόρος

ἰθυπτίων
ἰθυ·πόρος, ος, ον [] qui se dirige en droite ligne, Anth. 6, 64, 68 ; Nonn. Jo. 12, 140.
Étym. ἰ. πορεύω.