ἰθυτένεια

ἰθυτενής

ἰθύτης
ἰθυ·τενής, ής, ές [ῑῠ]
1 tendu droit, droit, Anth. 6, 65 et 103 ; Ptol. Geogr. p. 9, 23 ||
2 perpendiculaire, A. Pl. 261.
Étym. ἰ. τείνω.