κάχεκτος

καχεξία

καχεταιρεία
καχεξία, ας ()
1 mauvaise constitution physique, Plat. Gorg. 450a ; Arstt. P.A. 3, 5 ; Plut. M. 2e ||
2 mauvaise disposition morale, Diph. (Ath. 254f) ; Pol. 5, 87, 3.
Étym. καχέκτης.