καινοειδής

καινολογία

Καινὸν φρούριον
καινο·λογία, ας () langage nouveau, nouvelle manière de s’exprimer, Pol. 38, 1, 1 ; DH. 5, 458 Reiske ; Plut. M. 1068d.
Étym. κ. λόγος.