καινόταφος

καινότης

καινοτομέω-ῶ
καινότης, ητος ()
1 nouveauté, fraîcheur, Plut. Per. 13 ; Philstr. 922 ||
2 nouveauté, singularité, Thc. 3, 38 ; Isocr. 208b ; souv. au pl. Isocr. 23a ; DC. 44, 3.
Étym. καινός.