Καίνων

καινῶς

καίνωσις
καινῶς, adv. d’une manière nouvelle, de nouvelle sorte, Plat. Phædr. 267b, etc. ||
Cp. καινοτέρως, Arstt. Cæl. 4, 2, 6 ; sup. καινότατα, Ant. 119, 25.
Étym. καινός.