καισαρεύω

καισαριανός

Καισάριος
καισαριανός, ή, όν [ᾰρ] affranchi ou partisan de César, Arr. Epict. 1, 19, 19 ; 3, 24, 117 ; App. Civ. 3, 91.
Étym. Καῖσαρ.