κἀκ

κάκ

κακάϐη
κάκ, par sync. et assimilat. homér. p. κατ(ά) devant un κ dans κὰκ κεφαλῆς, Il. 18, 24 ; κὰκ κόρυθα, Il. 11, 351 ; κὰκ κορυφήν, Il. 8, 83.