κακελπιστέω-ῶ

κακέμφατος

κακεντρέχεια
κακ·έμφατος, ος, ον [ᾰᾰ] malsonnant, qui sonne mal à l’oreille, c. à d. inconvenant, indécent, Quint. 8, 3, 44.
Étym. κ. ἔμφατος.