κακοϐουλέομαι

κακοϐουλία

κακόϐουλος
κακοϐουλία, ας () [κᾰ] mauvais dessein, mauvaise résolution, DL. 7, 93 ; Jos. B.J. 2, 11, 3.
Étym. κακόϐουλος.