κακόχαρτος

κακοχρήσμων

κακοχροέω-οῶ
*κακο·χρήσμων, dor. κακο·χράσμων, ων, ον, gén. ονος [κᾰ] pauvre, indigent, sel. d’autres, insociable, Thcr. 4, 22 (conj. κακοφράσμων).
Étym. κ. χράομαι.