κακοχυμία

κακόχυμος

κακόψογος
κακό·χυμος, ος, ον [ᾰῡ] qui a ou produit un mauvais suc, cacochyme, Gal. 2, 279 ; Sext. 13, 29 ||
Sup. -ότατος, Ath. 24f.
Étym. κ. χυμός.