κακοδιαιτησία

κακοδιδασκαλέω-ῶ

κακοδικία
κακο·διδασκαλέω-ῶ [κᾰκᾰ] enseigner le mal, Sext. 683 Bkk.
Étym. κ. διδάσκαλος.