Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακοεξία
κακοεργασία
κακοεργής
κακο·εργασία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰγᾰ
] méfait,
Lesbon. rh.
3, 7 Kiehr
.
Étym.
κ. ἐργάζομαι
.