Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακοεργής
κακοεργία
κακοεργός
κακοεργία,
épq.
-ίη,
ης
(
ἡ
) [
ᾰῑ
] méchanceté, méfait,
Od.
22, 374
.
Étym.
κακοεργός
.