κακοϐουλοσύνη

κακόγαμϐρος

κακογαμίου δίκη
κακό·γαμϐρος, ος, ον [κᾰ] qui concerne un misérable beau-frère, Eur. Rhes. 260.
Étym. κ. γαμϐρός.