Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακοκαρπία
κακοκέλαδος
κακοκέρδεια
κακο·κέλαδος,
ος, ον
[
ᾰᾰ
]
c.
δυσκέλαδος,
Procl.
Hes. O.
196
.