κακολογητέον

κακολογία

κακολόγος
κακολογία, ας () [κᾰ] injure, calomnie, Xén. Cyr. 1, 2, 6 ; Plat. Rsp. 401a ||
E Ion. -ίη, Hdt. 7, 237.
Étym. κακολόγος.