Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακόμετρος
κακομηδής
κακομήστωρ
κακο·μηδής,
ής, ές
[
ᾰ
] qui médite le mal, fourbe,
Hh.
Merc.
389
.
Étym.
κ. μήδομαι
.