κακοπραξία

κακοπρόσωπος

κακόπτερος
κακο·πρόσωπος, ος, ον [] laid de visage, difforme, Posidipp. 104, 19 Bkk. ; Plut. M. 1058a, etc.
Étym. κ. πρόσωπον.