Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακόρρυγχος
κακόρρυθμος
κακόρρυπος
κακό·ρρυθμος,
ος, ον
[
ᾰ
] mal rythmé, mal cadencé,
Gal.
2, 258
.
Étym.
κ. ῥυθμός
.