κακοσφυξία

κακοσχήμων

κακοσχολέω-ῶ
κακο·σχήμων, ων, ον, gén. ονος, seul. sup. adv. κακοσχημονέστατα, Plat. Leg. 728b, dans la condition la plus vile.
Étym. κ. σχῆμα.