Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακοσταθέω-ῶ
κακοσταθής
κακοστομαχέω-ῶ
κακο·σταθής,
ής, ές
[
ᾰᾰ
] qui est en mauvais état,
Naz.
2, 73
.
Étym.
κ. ἵστημι
.