κακοτεχνίου δίκη

κακότεχνος

κακοτέχνως
κακό·τεχνος, ος, ον []
1 fourbe, artificieux : δόλος, Il. 15, 14, ruse artificieuse ||
2 qui procède d’un art malsain, corrupteur (chant, danse, etc.) Plut. M. 706d ; Anth. 5, 132 ||
Sup. κακουργότατος, Anth. l. c.
Étym. κ. τέχνη.