κακοτεχνέω-ῶ

κακοτέχνημα

κακοτεχνής
κακοτέχνημα, ατος (τὸ) [κᾰ] fraude, intrigue, Œnom. (Eus. 3, 373 Migne).
Étym. κακοτεχνέω.