Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακόθεος
κακοθεραπεία
κακοθερής
κακο·θεραπεία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰρᾰ
] guérison incomplète,
Hpc.
521, 34 ;
522, 24
.
Étym.
κ. θεραπεύω
.