κακοτροπία

κακότροπος

κακοτρόπως
κακό·τροπος, ος, ον [] d’un mauvais naturel, pervers, fourbe, DC. 52, 2 ||
Cp. -ώτερος, DC. Exc. p. 38, 26 ; sup. -ώτατος, Zénob. Prov. 5, 41.
Étym. κ. -τροπος.