κακοεργός

κακοζηλία

κακόζηλος
κακοζηλία, ας () [κᾰ]
1 zèle malheureux ou mal placé, Pol. 10, 25, 10 ||
2 t. de rhét. mauvais goût, affectation, Luc. Salt. 82.
Étym. κακόζηλος.