Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακοήτωρ
κακοηχής
κακοθανασία
κακο·ηχής,
ής, ές
[
ᾰ
] qui sonne mal,
Polém.
Physiogn.
p. 252,
au cp.
-ηχέστερος
.
Étym.
κ. ἦχος
.