κακοηθιστέον

κακοήθως

κακοήτωρ
κακοήθως [] adv. méchamment, Hpc. Art. 807 ; Philipp. (Dém. 251, 22) ; Jos. A.J. 13, 11, 1 ; 15, 3, 5.
Étym. κακοήθης.