κακηγορία
κακηγορίου δίκηκακηγορία, ας
(ἡ) [κᾰ]
diffamation, calomnie, injure, Pd.
P. 2, 53 ;
Plat. Phædr.
243b ;
Dém. 1308, 3 ;
κακηγορίας δίκη, Dém. 524, 22, etc. procès pour diffamation ; κακηγορίας δικάζεσθαι, Lys.
116, 22, être poursuivi pour diffamation
||
E Dor. κακαγορία
[ᾱγ] Pd.
l. c.
Étym.
κακήγορος.