κακχεῦαι

κακώδης

κακωνυμία
κακ·ώδης, ης, ες [] qui sent mauvais, Hpc. 671, 51 ||
Cp. -έστερος, Arstt. Probl. 2, 13.
Étym. κακός, ὄζω ; cf. δυσώδης.