Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακωτής
κακωτικός
καλαϐίς
κακωτικός,
ή, όν
[
ᾰ
] qui fait du tort, nuisible à,
gén.
Lib.
4, 782,
Diosc.
1, 123
.
Étym.
κακόω
.