καλακάνθη

καλαμάγρωστις

καλαμαῖος
καλαμ·άγρωστις, ιδος () [ᾰᾰ] propr. jonc sauvage, sorte d’herbe, Diosc. 4, 31.
Étym. κάλαμος, ἄγρωστις.